- λοφωτός
- η , ό[ν] хохлатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λοφωτός — ή, ό [λόφος] 1. αυτός που φέρει λοφίο 2. το αρσ. ως ουσ. ο λοφωτός ζωολ. γένος λαμπριδιόμορφων οστεϊχθύων τής οικογένειας λοφωτίδες … Dictionary of Greek
λοφωτός — ή, ό αυτός που έχει λοφίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek